τροπάρι


τροπάρι
Προφορά

Ετυμολογία
τροπάρι μεταγενέστερη ελληνική τροπάριον, υποκοριστικό του τρόπος (= μουσικός ήχος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τροπάρι

✦ σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος
(μτφ. ) στερεότυπη επανάληψη λόγων, συμβουλών κτλ.
✦ φρ. αλλάζω τροπάρι, αλλάζω τρόπο συμπεριφοράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.