τριχοειδής


τριχοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
τριχοειδής αρχαία ελληνική τριχοειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ τριχοειδής -ής, -ές

✦ ο όμοιος με τρίχα
✦ (ανατομ.) τριχοειδή αγγεία, λεπτότατα αιμοφόρα αγγεία, που μεσολαβούν μεταξύ φλεβικού και αρτηριακού συστήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.