τριταγωνίστρια


τριταγωνίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
τριταγωνίστρια αρχαία ελληνική τριταγωνιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τριταγωνίστρια

✦ θηλ. τριταγωνίστρια ηθοποιός που παίζει τριτεύοντα, κατώτερο ρόλο σε θεατρικό έργο
(μτφ. ) αυτός που ο ρόλος του σε κάποια υπόθεση είναι ασήμαντος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.