τρισκατάρατος
Προφορά
Ετυμολογία
τρισκατάρατος αρχαία ελληνική τρισκατάρατος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τρισκατάρατος -η, -ο
✦ ο τρεις φορές καταραμένος
✦ αρσ. ο τρισκατάρατος ως ουσ., ο διάβολος
Συνώνυμα
θεοκατάρατος, επικατάρατος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–