τριποντάς


τριποντάς
Προφορά

Ετυμολογία
τριποντάς τρίποντο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τριποντάς

✦ καλαθοσφαιριστής που έχει την ικανότητα να σημειώνει καλάθια τριών πόντων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.