τριμηνιαίος


τριμηνιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
τριμηνιαίος μεταγενέστερη ελληνική τριμηνιαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τριμηνιαίος -α, -ο

✦ που γίνεται κάθε τρεις μήνες ή που διαρκεί τρεις μήνες
✦ που έχει ηλικία τριών μηνών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.