τρικράνι
Προφορά
Ετυμολογία
τρικράνι τρικράνιον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. τρίκρανος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τρικράνι
✦ καμάκι με τρεις αιχμές, τρίαινα
✦ γεωργικό εργαλείο όμοιου σχήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–