τρικούβερτος
Προφορά
Ετυμολογία
τρικούβερτος καράβι τρικούβερτο (= μεγάλο πλοίο με τρεις κουβέρτες) (καταστρώματα)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τρικούβερτος -η, -ο
✦ που έχει τρεις κουβέρτες, τρία καταστρώματα
✦ (μτφ. ) μεγάλος σε διαστάσεις, ποσότητα ή ένταση: γλέντι τρικούβερτο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
τρικούβερτα