τρικολόρε


τρικολόρε
Προφορά

Ετυμολογία
τρικολόρε └ιταλ┘tricolore

Ερμηνεία
τρικολόρε

✦ επίθ. πολύχρωμος, παρδαλός: φορούσε ένα πουκάμισο τρικολόρε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.