τρικ


τρικ
Προφορά

Ετυμολογία
τρικ └γαλλ┘ truc

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τρικ

✦ τέχνασμα, κόλπο, τρόπος σκηνοθεσίας που αποδίδει παραπλανητικά την πραγματικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.