τριζοκοπώ


τριζοκοπώ
Προφορά

Ετυμολογία
τριζοκοπώ τρίζω + -κοπώ

Ερμηνεία
ρήμα τριζοκοπώ -άς, -ά

✦ τρίζω πολύ και παρατεταμένα: οι ρόδες τριζοκοπούσαν στον κατήφορο, ζορισμένες απ’ τα φρένα (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.