τριβή


τριβή
Προφορά

Ετυμολογία
τριβή αρχαία ελληνική τριβή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τριβή

✦ το τρίψιμο
✦ η αντίσταση που βρίσκει κινούμενο σώμα
✦ φθορά, βλάβη από τη χρήση
(μτφ. ) η εμπειρία από την άσκηση επαγγέλματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.