τριανταφυλλιά


τριανταφυλλιά
Προφορά

Ετυμολογία
τριανταφυλλιά τριαντάφυλλο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τριανταφυλλιά

✦ καλλωπιστικό φυτό, θαμνώδες ή αναρριχητικό, με αγκαθωτούς βλαστούς και εύοσμα άνθη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.