τριαντάχρονος


τριαντάχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
τριαντάχρονος τριάντα + χρόνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τριαντάχρονος -η, -ο

✦ που έχει ηλικία ή διάρκεια τριάντα χρόνων
✦ πληθ. ουδ. τριαντάχρονα ως ουσ., η τριακοστή επέτειος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.