τριήραρχος


τριήραρχος
Προφορά

Ετυμολογία
τριήραρχος αρχαία ελληνική τριήραρχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τριήραρχος

✦ εύπορος πολίτης στην αρχαία ελληνική Αθήνα, υποχρεωμένος να εξοπλίσει τριήρη που κυβερνούσε ο ίδιος ή αντικαταστάτης του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.