τριήμερος


τριήμερος
Προφορά

Ετυμολογία
τριήμερος μεταγενέστερη ελληνική τριήμερος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τριήμερος -η, -ο

✦ που διαρκεί τρεις ημέρες
✦ που συμβαίνει την τρίτη ημέρα
✦ ουδ. το τριήμερο(ν) ως ουσ., χρονικό διάστημα τριών ημερών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.