τρανός
Προφορά
Ετυμολογία
τρανός αρχαία ελληνική τρανός – τρανής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τρανός -ή, -ό
✦ ολοφάνερος: τρανή απόδειξη – κούτελο θείο, λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή (Γ. Σουρής)
✦ μεγάλος στην ηλικία ή στο ανάστημα
✦ σπουδαίος σε πλούτο ή δύναμη: οι τρανοί της γης αλλιώς αποφάσισαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
τρανώς, ολοφάνερα