τρανταχτός


τρανταχτός
Προφορά

Ετυμολογία
τρανταχτός τραντάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ τρανταχτός -ή, -ό

✦ αυτός που σείεται, που κουνιέται βίαια: το τρένο κυλούσε γοργό και τρανταχτό στο σκονισμένο κάμπο (Γ. Θεοτοκάς)
✦ ιδ. για γέλιο, που κάνει αυτόν που γελά να τραντάζεται
✦ ο πολύ δυνατός: οι άλλοι, οι πολλοί βγάλαν μια τρανταχτή φωνή (Π. Πρεβελάκης) – το θέατρο ήταν γεμάτο και ζεστό· το χειροκρότημα τρανταχτό (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) ισχυρός: τρανταχτή απόδειξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
τρανταχτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.