τρανσεξουαλικότητα


τρανσεξουαλικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
τρανσεξουαλικότητα └αγγλ┘transsexuality

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τρανσεξουαλικότητα

✦ η ιδιότητα ή η κατάσταση του τρανσεξουαλικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.