τρανεύω


τρανεύω
Προφορά

Ετυμολογία
τρανεύω τρανός

Ερμηνεία
ρήμα τρανεύω

✦ μεγαλώνω, αυξάνομαι: πώς μεγάλωσε απροσδόκητα, πώς τράνεψε! …μεγάλωσε, θέριεψε (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.