τραμπούκος
Προφορά
Ετυμολογία
τραμπούκος κατά Ανδριώτη, ισπαν. trabuco (= είδος πούρου)• κατά Στ. Κυριακίδη και Μ. Τριανταφυλλίδη, από μάρκα πούρων προσφερόμενων στα πολιτικά σαλόνια σε πρόσωπα που πουλούσαν την ψήφο τους
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τραμπούκος
✦ αυτός που υπηρετεί με αμοιβή ανέντιμους σκοπούς πολιτικής ή παράνομης παράταξης
✦ μπράβος πολιτικού, νταής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–