τραμπουκέτο
Προφορά
Ετυμολογία
τραμπουκέτο └ιταλ┘trabochetto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τραμπουκέτο
✦ κινητό τμήμα της σκηνής θεάτρου που χρησιμεύει για την εμφάνιση ή εξαφάνιση προσώπων ή σκηνικού διακόσμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–