τρακαδόρος


τρακαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
τρακαδόρος τράκα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τρακαδόρος

✦ θηλ. τρακαδόρισσα αυτός που ζητά και παίρνει από κάποιον χρήματα ή άλλα αντικείμενα, που κάνει τράκες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.