τρακάρισμα


τρακάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
τρακάρισμα τρακάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τρακάρισμα

✦ σύγκρουση
(μτφ. ) ξαφνική συνάντηση
✦ (τρακαρίζομαι) το να παθαίνει κάποιος τρακ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.