τρακ
Προφορά
Ετυμολογία
τρακ └γαλλ┘ trac
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τρακ
✦ φόβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν εμφανίζεται σε πολύ κόσμο ή όταν πρόκειται να κριθεί ή να έρθει σε επαφή με κάτι πρωτόγνωρο: είχα ένα παράξενο τρακ, σα να ‘μουν μαθητής που πρέπει να δώσει εξετάσεις (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–