τραγικός
Προφορά
Ετυμολογία
τραγικός αρχαία ελληνική τραγικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τραγικός -ή, -ό
✦ ο της τραγωδίας: τραγική ποίηση
✦ που προκαλεί έντονη λύπη: τραγικός θάνατος
✦ αρσ. ο τραγικός ως ουσ., ο ποιητής τραγωδιών
✦ τραγική ειρωνεία, τεχνική του δράματος κατά την οποία ο ήρωας αγνοεί στοιχεία, καθοριστικά για την τύχη του, τα οποία γνωρίζουν οι θεατές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
τραγικά (Κ τραγικώς)