τραγέλαφος
Προφορά
Ετυμολογία
τραγέλαφος αρχαία ελληνική τραγέλαφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τραγέλαφος
✦ μυθικό ζώο με σώμα τράγου και ελαφιού
✦ (μτφ. ) καθετί το αλλόκοτο, το τερατώδες
✦ γένος θηλαστικών της Αφρικής, που μοιάζουν με την αντιλόπη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–