τραβολόγημα


τραβολόγημα
Προφορά

Ετυμολογία
τραβολόγημα τραβολογώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τραβολόγημα

✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. τραβολογήματα, άσκοπες, βασανιστικές μετακινήσεις ή επαφές, μπλεξίματα: έχει τραβολογήματα με δικηγόρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.