τραβερσώνω


τραβερσώνω
Προφορά

Ετυμολογία
τραβερσώνω └ιταλ┘traverso

Ερμηνεία
ρήμα τραβερσώνω

✦ στρέφω το πλοίο να σταθεί τραβέρσο, δηλ. να δέχεται τον άνεμο ή το κύμα από τα πλάγια: τραβερσωμένοι ας πάμε έτσι ακόμα (Ν. Καββαδίας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.