τραβερσάρω
Προφορά
Ετυμολογία
τραβερσάρω └ιταλ┘traversare
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τραβερσάρω
✦ πλέω από λιμάνι σε λιμάνι, διαπλέω
✦ στερεώνω την άγκυρα στα πλευρά πλοίου
✦ ελαττώνω την ταχύτητα του πλοίου σε ώρα τρικυμίας και πλέω αντίπρωρα στον άνεμο περιμένοντας να βελτιωθεί ο καιρός
Συνώνυμα
αντιμένω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–