τραβέρσα


τραβέρσα
Προφορά

Ετυμολογία
τραβέρσα όψιμο μεσαιωνική ελληνική τραβέρσα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τραβέρσα

✦ δοκάρι στο οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές
✦ (ναυτ.) δοκός, κάτω από το κατάστρωμα, κάθετη στον διαμήκη άξονα του πλοίου
✦ δοκάρι εγκάρσιο, συνδετικό άλλων κατασκευαστικών στοιχείων, διάπηγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.