τρίχα


τρίχα
Προφορά

Ετυμολογία
τρίχα μεσαιωνική ελληνική τρίχα, από το τρίχα, αιτιατ. του αρχαίου ελληνικού θρίξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τρίχα

✦ κεράτινο νημάτιο που φυτρώνει στο δέρμα των ανθρώπων και των ζώων: γένια με τρίχες εδώ κι εκεί (Γ. Σουρής)
✦ το τρίχωμα: άλογο με λαμπερή τρίχα
✦ πληθ. τρίχες, κάτι χωρίς καμιά αξία
✦ φρ. παρά τρίχα, λίγο έλειψε, παραλίγο – στην τρίχα, πολύ κομψά – σηκώθηκε η τρίχα μου, έμεινα κατάπληκτος, έφριξα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.