τρίμερος


τρίμερος
Προφορά

Ετυμολογία
τρίμερος μεταγενέστερη ελληνική τριήμερος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τρίμερος -η, -ο

✦ που έχει ζωή ή διάρκεια τριών ημερών: και να ‘χω σκόλη τρίμερη (Μ. Μαλακάσης)
✦ πληθ. ουδ. τα τρίμερα ως ουσ., μνημόσυνο που τελείται την τρίτη ημέρα από το θάνατο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.