τρίλημμα
Προφορά
Ετυμολογία
τρίλημμα τρι- + (δί)λημμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τρίλημμα
✦ μεικτός υποθετικός συλλογισμός που έχει στην υπόθεση ή την απόδοση τρεις όρους με διάζευξη
✦ επιλογή ανάμεσα σε τρεις, συν. μη ευνοϊκές, δυνατότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–