τρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
τρίζω αρχαία ελληνική τρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τρίζω
✦ παράγω λεπτό, ξερό και κάπως διακοπτόμενο ήχο, όπως ο παραγόμενος από πριονιζόμενο ξύλο: καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρες (Κ. Ουράνης)
✦ φρ. του ‘τριξα τα δόντια, του μίλησα με αυστηρότητα, απειλητικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–