τρίβω


τρίβω
Προφορά

Ετυμολογία
τρίβω αρχαία ελληνική τρίβω

Ερμηνεία
ρήμα τρίβω

✦ ξύνω κάτι πιέζοντας και μετακινώντας πάνω σ’ αυτό κάτι άλλο
✦ βγάζω με την τριβή
✦ κάνω σκόνη, με την τριβή
✦ καθαρίζω
✦ κάνω θεραπευτική εντριβή
✦ χαϊδεύω ερωτικά
✦ φθείρω με την πολλή χρήση
✦ φρ. τρίβω τα χέρια, εκδηλώνω με έντονο τρόπο τη χαρά μου – τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι ευχάριστα
✦ (μέσ.) τρίβομαι, είμαι εύθρυπτος ή φθείρομαι από την τριβή
✦ αποκτώ εμπειρία από την άσκηση επαγγέλματος
✦ μτχ. πρκμ. τετριμμένος, -η, -ο ως επίθ., κοινός, συνηθισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.