τράνζιτο
Προφορά
Ετυμολογία
τράνζιτο └αγγλ┘transit
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τράνζιτο
✦ (ιταλική transito) μεταφορά εμπορευμάτων από μια χώρα σε άλλη δια μέσου τρίτης χώρας, στην οποία δεν πληρώνονται δασμοί, διαμετακόμιση
✦ ενδιάμεσος σταθμός κατά τη μεταφορά επιβατών, όπου δεν υφίστανται τελωνειακό ή αστυνομικό έλεγχο: αίθουσα τράνζιτ του αεροδρομίου
✦ (ως επίρρ.) υπό διαμετακόμιση: ταξιδεύω τράνζιτ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–