τράκα


τράκα
Προφορά

Ετυμολογία
τράκα ονοματοποιημένη λ., από τον ήχο του μαστιγίου

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τράκα

✦ οξύς και ξερός κρότος που παράγεται από το μαστίγιο
✦ (από το ρ. τρακάρω, υποχωρητ.) απόσπαση χρημάτων ή άλλου υλικού κέρδους με απάτη, κολακεία κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.