τράβηγμα
Προφορά
Ετυμολογία
τράβηγμα τραβώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τράβηγμα
✦ έλξη, σύρσιμο
✦ άντληση ή μετάγγιση υγρού
✦ (τυπογρ.) εκτύπωση στο πιεστήριο
✦ ο αριθμός των εκτυπουμένων αντιτύπων, τιράζ
✦ έκδοση συναλλαγματικής
✦ ανάληψη χρημάτων από λογαριασμό
✦ η λήψη φωτογραφίας ή το γύρισμα ταινίας
✦ ιδ. πληθ. τραβήγματα, ταλαιπωρίες: έχει τραβήγματα με την αστυνομία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–