τράβα


τράβα
Προφορά

Ετυμολογία
τράβα └ιταλ┘trave

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τράβα

✦ μεγάλο δοκάρι για υποστήριξη στέγης ή δαπέδου: ένα χοντρό σίδερο, ένα παλούκι, μια τράβα, ένα δοκάρι (Γ. Ψυχάρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.