τουρκόγυφτος
Προφορά
Ετυμολογία
τουρκόγυφτος Τούρκος + γύφτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τουρκόγυφτος
✦ θηλ. τουρκογύφτισσα γύφτος μουσουλμάνος, ατσίγγανος
✦ (μτφ. ) άνθρωπος βρομερός στο σώμα και την ψυχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–