τουρκόγερος


τουρκόγερος
Προφορά

Ετυμολογία
τουρκόγερος Τούρκος + γέρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τουρκόγερος

✦ σκληρός Έλληνας προεστός κατά την τουρκοκρατία
✦ (κατ’ επέκτ.) άρχοντας περιοχής με ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.