τουρκεύω


τουρκεύω
Προφορά

Ετυμολογία
τουρκεύω Τούρκος

Ερμηνεία
ρήμα τουρκεύω

✦ γίνομαι Τούρκος, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό: φοβόμουνα μη μαθευτεί η σχέση μας και μ’ αναγκάσουνε και τουρκέψω για να την παντρευτώ (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (μτβ.) αναγκάζω κάποιον να γίνει Τούρκος, να ασπασθεί τον μωαμεθανισμό
(μτφ. ) αγριεύω, γίνομαι θηρίο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.