τουρισμός


τουρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
τουρισμός └αγγλ┘tourism

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τουρισμός

✦ το να ταξιδεύει κανείς σε άλλους, από τον τόπο διαμονής του, τόπους για αναψυχή
✦ το σύνολο των υπηρεσιών ή οργανισμών που εξυπηρετούν τους τουρίστες
✦ (συνεκδ.) το σύνολο των τουριστών που επισκέπτονται έναν τόπο σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: ο τουρισμός αυξήθηκε φέτος το καλοκαίρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.