τουμπεκί Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply τουμπεκίΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/τουμπεκί.mp3Ετυμολογίατουμπεκί └τουρκ┘tömbeki Ερμηνείαουσιαστικό└ουδέτερο┘ το τουμπεκί ✦ ψιλοκομμένος καπνός κατάλληλος για ναργιλέ ✦ φρ. έκανε τουμπεκί, έπαψε να μιλά, «το βούλωσε» Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–