τουλούμι


τουλούμι
Προφορά

Ετυμολογία
τουλούμι └τουρκ┘tulum

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τουλούμι

✦ ασκός
✦ φρ. βρέχει με το τουλούμι, πέφτει ραγδαία βροχή – τον έκανε τουλούμι στο ξύλο, τον έδειρε άγρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.