τουλάχιστο
Προφορά
Ετυμολογία
τουλάχιστο αρχαία ελληνική τοὐλάχιστον
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ τουλάχιστο
✦ (Κ τουλάχιστον) το λιγότερο, αν όχι περισσότερο: είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία τουλάχιστον χίλια άτομα
✦ οπωσδήποτε: είναι τουλάχιστον πρόωρο να λέγεται κάτι τέτοιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–