τουζλούκι
Προφορά
Ετυμολογία
τουζλούκι └τουρκ┘tozluk
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τουζλούκι
✦ είδος περικνημίδας συν. μάλλινης: πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–