τουαλέτα


τουαλέτα
Προφορά

Ετυμολογία
τουαλέτα └γαλλ┘ toilette, υποκοριστικό του toile (= πανί)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τουαλέτα

✦ έπιπλο όπου τοποθετούνται αντικείμενα καλλωπισμού
✦ σωματική περιποίηση
✦ η πολυτελής ενδυμασία των γυναικών
✦ λουτρό, αποχωρητήριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.