τοξόπλασμα
Προφορά
Ετυμολογία
τοξόπλασμα └διεθν┘toxoplasme• από τα └ελλ┘ τόξον + πλάσμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τοξόπλασμα
✦ μονοκύτταρος οργανισμός που εμφανίζεται στα λευκοκύτταρα και σπάνια στα ερυθρά αιμοσφαίρια των σπονδυλωτών και προκαλεί οξεία νόσο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–